- βλέπησις
- βλέπησις, εως, ἡ,A look, glance, Ar.Fr.757; πρὸς βλέπησιν by eye,
βάπτειν PHolm.16.33
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βάπτειν PHolm.16.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλέπησις — look fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέπησιν — βλέπησις look fem acc sg βλέπω see pres subj mp 2nd sg (epic) βλέπω see pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέπηση — η (AM βλέπησις) [βλέπω] βλέμμα, ματιά μσν. νεοελλ. 1. επιτήρηση, επίβλεψη νεοελλ. 1. φρούρηση 2. προσοχή, φροντίδα μσν. θέα, όψη … Dictionary of Greek
βλεπήσεως — βλεπήσεω̆ς , βλέπησις look fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)